άπαστος

άπαστος
ἄπαστος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει φάει ή απέχει από την τροφή, ο άσιτος
2. αυτός που δεν έχει γευθεί ή δοκιμάσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πατέομαι «τρώω ή πίνω από κάτι, γεύομαι κάτι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἄπαστος — not having eaten masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπαστον — ἄπαστος not having eaten masc/fem acc sg ἄπαστος not having eaten neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάστου — ἄπαστος not having eaten masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπαστα — ἄπαστος not having eaten neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπαστοι — ἄπαστος not having eaten masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пасу — пасти, запас, спасти, укр. пасти, др. русск. пасу, пасти, ст. слав. пасѫ, пасти βόσκειν, νέμειν (Супр.), болг. паса (Младенов 412), сербохорв. па̏сти, пасе̑м, словен. pasti, рasеm подстерегать, наблюдать, стеречь, насти , чеш. pasti, раsu пасти,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • απαστία — ἀπαστία, η (Α) [άπαστος] αποχή από την τροφή, ασιτία …   Dictionary of Greek

  • πανάπαστος — πανάπαστος, ον (Α) αυτός που δεν έχει φάει τίποτε, θεονήστικος, πολύ πεινασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄπαστος «άγευστος»] …   Dictionary of Greek

  • pā- : pǝ- and pā-t- : pǝ-t- —     pā : pǝ and pā t : pǝ t     English meaning: to feed, graze     Deutsche Übersetzung: “fũttern, nähren, weiden”     Material: Arm. hauran “herd” (*pü tro ), hoviv “herdsman, shepherd” (*ou̯i pü ); Gk. Dor. πανία πλησμονή, πάνια τὰπλήσμια;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”